κολλοκάλια

κολλοκάλια
η
ζωολ. γένος αποδόμορφων πτηνών τής οικογένειας apodidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. collocalia < collo- (< κόλλα) + -calia (< καλιά «φωλιά»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποδίδες — (apodidae). Οικογένεια πουλιών της τάξης των αποδομόρφων. Η οικογένεια αυτή έχει περίπου 80 είδη πουλιών, γνωστά κυρίως με την ονομασία πετροχελίδονα, που θεωρούνται τα ταχύτερα πουλιά του κόσμου: η ταχύτητά τους μπορεί να ξεπεράσει τα 150 χλμ.… …   Dictionary of Greek

  • σαλαγγάνα — Κοινό όνομα διάφορων πτηνών του γένους κολλοκαλία (Collocalia), που μοιάζουν με χελιδόνια και, όπως κι αυτά, ανήκουν στην οικογένεια των αποδιδών, της τάξης των αποδομόρφων. Τα είδη που απαντιούνται στη νοτιοανατολική Ασία, στα αρχιπελάγη της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”